υπεροχη

υπεροχη
    ὑπεροχή
    ὑπερ-οχή
    ἥ
    1) возвышение, возвышенность Polyb.
    2) выступ, высота
    

(τῶν βουνῶν Polyb.; τῶν ὀρῶν Plut.)

    3) тж. pl. превосходство, преимущество, преобладание
    

(ἥ ἰσχὺς καὴ ἥ ὑ. Arst.)

    διὰ τέν ὑπεροχέν τοῦ πλήθους Arst. — вследствие численного преобладания;
    οἱ ἐν ὑπεροχαῖς εὐτυχημάτων ὄντες Arst. — те, кто осыпан всеми дарами счастья

    4) знатность
    

οἱ ἐν ὑπεροχαῖς νεανίσκοι Diod. — знатные юноши;

    οἱ ἐν ὑπεροχῇ ὄντες NT. — знатные люди

    5) избыток, излишек Plat., Arst.
    6) мат. превышение, разница Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "υπεροχη" в других словарях:

  • ὑπεροχή — projection fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὑπερόχη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπεροχή — η / ὑπεροχή, ΝΜΑ [ὑπερέχω] το να είναι κανείς ή κάτι ανώτερο ως προς την ποιότητα, την ποσότητα, το μέγεθος ή την αξία σε σχέση με κάποιον ή με κάτι άλλο, ανωτερότητα νεοελλ. 1. μαθημ. ο αριθμός που προκύπτει από την πράξη τής αφαίρεσης, το… …   Dictionary of Greek

  • υπεροχή — η 1. το να υπερέχει κανείς (σε μέγεθος, ποσότητα, ικανότητα, αξία κτλ.), υπερτέρηση, πλεονεκτικότητα: Είναι αναμφισβήτητη η υπεροχή του ελληνικού ελαιόλαδου. 2. (μαθ.), ο αριθμός που προκύπτει από την αφαίρεση, το υπόλοιπο, η διαφορά. 3. (νομ.),… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπεροχῇ — ὑπεροχέω carry above pres subj mp 2nd sg ὑπεροχέω carry above pres ind mp 2nd sg ὑπεροχέω carry above pres subj act 3rd sg ὑπεροχή projection fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερόχη — ὑ̱περόχη , ὑπεροχέω carry above imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ὑπεροχέω carry above pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ὑπεροχέω carry above imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεροχῆι — ὑπεροχῇ , ὑπεροχέω carry above pres subj mp 2nd sg ὑπεροχῇ , ὑπεροχέω carry above pres ind mp 2nd sg ὑπεροχῇ , ὑπεροχέω carry above pres subj act 3rd sg ὑπεροχῇ , ὑπεροχή projection fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεροχαῖς — ὑπεροχή projection fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεροχαί — ὑπεροχή projection fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεροχᾶς — ὑπεροχή projection fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεροχᾷ — ὑπεροχή projection fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»